Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καὶ ἀπειροκαλία

См. также в других словарях:

  • απειρόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξέρει το καλό, το ωραίο, ο αγροίκος: Το ντύσιμό της, η επίπλωση του σπιτιού και πολλά άλλα έδειχναν πόσο απειρόκαλη ήταν. Ουσ. απειροκαλία, η κακογουστιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»